- γυφτάκι
- çingenelik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γυφτάκι — το 1. μικρός γύφτος 2. παιδί μελαχροινό, ατημέλητο και βρόμικο … Dictionary of Greek
γυφτάκι — το 1. μικρός γύφτος. 2. μτφ., μελαχρινό παιδί. 3. μτφ., παιδί βρόμικο και αφρόντιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυφτάκος — ο το γυφτάκι … Dictionary of Greek
γυφτόπουλο — το 1. παιδί γύφτου 2. το γυφτάκι … Dictionary of Greek
γυφτάκος — ο το γυφτάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)